ἐμβολίμους

ἐμβολίμους
ἐμβόλιμος
intercalated
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • EMBOLIS — et Embolum, Graecis Ε᾿μβολισμὸς, additio, additamentum; proprie quod Epistolae iam scriptae additur, vel quod extra praecipuum eius argumentum ad calcem reicitur, in Ep. Pauli Pontif. ad Pipin. Regem Chartam insertitiam vocant Centuriatores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανέπακτος — ἀνέπακτος, ον (AM) [επάγω] μσν. (για έτος ή μήνα) αυτός που δεν έχει «ἐπακτάς, ἐμβόλιμους ἡμέρας», ώστε να επέρχεται εξίσωση μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους αρχ. εκείνος που δεν μπορεί να επανέλθει …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • κεϊπέρια υποδιάπλαση — Σειρά ηπειρωτικών πετρωμάτων με μεγάλη ποικιλία χρωμάτων από το ανώτερο τριαδικό του μεσοζωικού αιώνα. Οι αποθέσεις της κ.υ. αποτελούνται από σειρά αργιλωδών μαργών με εμβόλιμους δολομίτες, γύψο και ανυδρίτες και ψαμμίτες με κατάλοιπα φυτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”